κενό

κενό
(Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο θεωρούμενο δοχείο· όσο μικρότερη είναι η πίεση τόσο μεγαλύτερο είναι το κ. Στην περίπτωση του δοχείου, το κ. μπορεί να οριστεί ως εξής: με την ελάττωση της πίεσης στο δοχείο, ουσιαστικά επιτυγχάνεται η αύξηση τη μέσης ελεύθερης –χωρίς κρούσεις ανάμεσά τους– διαδρομής των μορίων του αερίου. Αν η πίεση γίνει τόσο μικρή ώστε η μέση ελεύθερη διαδρομή να φθάσει τις διαστάσεις του δοχείου, οπότε υπάρχουν κρούσεις των μορίων του αερίου μόνο με τα τοιχώματα του δοχείου και όχι μεταξύ τους, τότε υφίσταται η κατάσταση κ. Η πίεση κάτω από 10-3 χιλιοστά υδραργύρου χαρακτηρίζεται υψηλό κ. και κάτω από τα 10-7 χιλιοστά υδραργύρου, υπερκενό. Παλαιότερα, η φυσική ήταν γενικά προσανατολισμένη προς την άρνηση της δυνατότητας ύπαρξης του κ.· βασισμένη στο κύρος του Αριστοτέλη, η γνώμη αυτή ήταν γενικά αποδεκτή μέχρι τα μέσα του 17ου αι. Σε αυτό έσφαλε ακόμα και ο Γαλιλαίος, ο οποίος, στην προσπάθειά του να εξηγήσει το γεγονός ότι η απορροφητική αντλία δεν μπορεί να υψώσει το νερό σε ύψος μεγαλύτερο των 10 μ., υποστήριξε ότι η φύση αποστρέφεται το κ. Η ύπαρξή του αποδείχθηκε από τον Τοριτσέλι με το κλασικό πείραμα, το οποίο οδήγησε στην εφεύρεση του βαρομέτρου. Αφού έλαβε έναν γυάλινο σωλήνα, διαμέτρου περίπου 6 χιλιοστών και μήκους περίπου 120 εκ., κλεισμένο από τη μία άκρη, τον γέμισε υδράργυρο και μετά, αφού τον έκλεισε με το δάχτυλό του, τον αναποδογύρισε σε μια λεκάνη γεμάτη υδράργυρο. Ο υδράργυρος κατήλθε μέσα στον σωλήνα, ώσπου έφτασε σε ύψος περίπου 76 εκ. πάνω από τη στάθμη του υδραργύρου που βρισκόταν στη λεκάνη. Έτσι άφησε στο ανώτερο μέρος του σωλήνα ένα κ. περίπου 40 εκ., το λεγόμενο κ. Τοριτσέλι. Το σύστημα του Τοριτσέλι για να πετύχει το κ. δεν εξυπηρετεί πρακτικές εφαρμογές. Για την παραγωγή κ. σε δοχεία μάλλον μεγάλα, πρέπει να χρησιμοποιηθούν αντλίες (γενικότερα για την επίτευξη υψηλού κ. σε δοχεία απαιτούνται κατάλληλες αντλίες που ονομάζονται συσκευές κ.). Την πρώτη αντλία κ. κατασκεύασε ο Ότο φον Γκέρικε περίπου το 1650, ο οποίος με αυτήν πραγματοποίησε το περίφημο πείραμα των ημισφαιρίων του Μαγδεμβούργου. Οι διαδοχικές τελειοποιήσεις των εμβολοφόρων αντλιών, η εφεύρεση της περιστροφικής αντλίας και της αντλίας διάχυσης και η χρήση απορροφητικών ουσιών (π.χ. ενεργός άνθρακας) επέτρεψαν την επίτευξη ολοένα υψηλότερων κ. Οι πρόοδοι της τεχνικής του κ. έδωσαν τη δυνατότητα, στο τέλος του 19ου αι., να πραγματοποιηθεί το πείραμα της αγωγιμότητας των αραιών αερίων, το οποίο κατέληξε στην ανακάλυψη των καθοδικών ακτίνων και των ακτίνων X. Η τεχνική του κ. έκανε δυνατά τα πειράματα του Ράδερφορντ επί της ατομικής διάσπασης, την πραγματοποίηση του φασματογράφου μαζών και την κατασκευή των επιταχυντών των σωματιδίων. Σήμερα είναι δυνατόν να διατηρηθεί ένα πολύ υψηλό κ. στους μεγάλους δακτυλιοειδείς θαλάμους των συγχροτρονίων. Στη βιομηχανία, η τεχνική του κ. έχει πολυάριθμες εφαρμογές. Οι γνωστότερες αφορούν στην κατασκευή ηλεκτρικών λαμπτήρων, στη διύλιση και στην αφύγρανση σε χαμηλές πιέσεις (που ονομάζεται συνήθως μέθοδος κ.), σε πολλούς τύπους ηλεκτρονικών λυχνιών, σε σωλήνες για ακτίνες X και σε διάφορες επιστημονικές συσκευές. Αντλία υψηλού κενού· ένα προκαταρκτικό κενό δημιουργείται σε μία περιστροφική αντλία που συνδέεται με μία μοριακή.
* * *
το
φυσ. βλ. κενός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κενό — το κενός χώρος, χάσμα, έλλειψη: Διορίζονται χίλιοι καθηγητές για να συμπληρώσουν τα κενά που υπάρχουν στη Μέση Εκπαίδευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κενό, Ρεϊμόν — (Raymond Queneau, Χάβρη 1903 – 1976). Γάλλος συγγραφέας. Το 1920 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία. Έλαβε μέρος στο υπερρεαλιστικό (1924 29) και σε άλλα πρωτοποριακά κινήματα, χωρίς να εγκαταλείψει τα φιλοσοφικά και επιστημονικά… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”